- δασμοφορώ
- δασμοφορῶ (-έω) (Α) [δασμοφόρος]1. υπόκειμαι σε φορολογία, πληρώνω φόρους2. παθ. φρ. «δασμοφορεῑταί τινι» — πληρώνεται φόρος σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασμοφορῶ — δασμοφορέω to be subject to tribute pres subj act 1st sg (attic epic doric) δασμοφορέω to be subject to tribute pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοφόρησις — δασμοφόρησις, η (Μ) [δασμοφορώ] το να πληρώνει κάποιος δασμό … Dictionary of Greek